Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο.
Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου ~ Η Σονάτα του Σεληνόφωτος

Lisa

This is thy hour O Soul, thy free flight into the wordless. Away from books, away from art, the day erased, the lesson done. Thee fully forth emerging, silent gazing, pondering the themes thou lovest best. Night, sleep, death, and the stars. - Walt Whitman

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Restart


Ήμουν 24 ετών όταν ανέβηκα στο πλοίο που με έφερε στην Ελλάδα και 30 όταν χάθηκε ό,τι είχα καταφέρει και αναγκάστηκα να ξεκινήσω ξανά από το μηδέν.

Από την Άννα, όπως τα διηγήθηκε στην Αλίνα Χατζιδάκι

Στην Αλβανία, όπου γεννήθηκα, ζούσα πολύ άνετα μέχρι τα 20. Ο πατέρας μου, αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, και η μητέρα μου, που εργαζόταν κι εκείνη, είχαν φροντίσει να μη λείψει τίποτα σ’ εμένα και την αδελφή μου. Σπούδασα φιλολογία, αλλά παντρεύτηκα μικρή και δεν πρόλαβα να αξιοποιήσω το πτυχίο μου επαγγελματικά, αφού έμεινα έγκυος και στα 24 είχα ήδη αποκτήσει την κόρη μου. Ίσως, όταν μεγάλωνε λίγο το μωρό, να είχα καταφέρει να διδάξω αν δεν συνέβαινε η καταστροφή με τις παρατράπεζες. Αλλά συνέβη, εξαφανίζοντας τα χρήματα αμέτρητων ανθρώπων, ανάμεσά τους και τα δικά μας.

Να πάμε αλλού
Ξαφνικά η ζωή στην πόλη μας έγινε εφιαλτική. Η φτώχεια ήταν μεγάλη, η εγκληματικότητα κάλπαζε ανεξέλεγκτη και τα περιστατικά βίας ήταν τόσο συχνά και άγρια που δεν ένιωθες ασφάλεια πουθενά, ούτε καν στο σπίτι σου. Ο άντρας μου πρότεινε να έρθουμε στην Ελλάδα, για να ζήσουμε πιο ανθρώπινα με το μωρό, χωρίς να φοβόμαστε να περπατήσουμε στο δρόμο, κι εγώ φυσικά συμφώνησα. Είχα από μικρή μανία με οτιδήποτε ελληνικό, διάβαζα ιστορία, έβλεπα ελληνική τηλεόραση, άκουγα ελληνική μουσική, και πάντα ήθελα να έρθω, αλλά όχι υπό το καθεστώς του φόβου. Αυτός όμως ήταν ο λόγος που μας έκανε να το αποφασίσουμε τόσο γρήγορα.
Επικοινώνησα με κάποιους φίλους στην Κέρκυρα, που προσφέρθηκαν να μας βοηθήσουν για τις πρώτες μέρες. Η μητέρα μου προσπάθησε να με πείσει να αφήσω το μωρό μαζί της για ένα διάστημα, αλλά δεν ήθελα ούτε να το ακούσω κι έτσι, με την κόρη μου αγκαλιά, επιβιβάστηκα μαζί με άλλα 250 άτομα σε ένα καράβι που χωρούσε 130. Όταν φτάσαμε στην Κέρκυρα, μας περίμεναν τηλεοπτικά συνεργεία, αφού το κύμα φυγής από την Αλβανία ήταν τότε το θέμα των ημερών.
Οι κάμερες με τραβούσαν επειδή είχα το μωρό αγκαλιά μέσα στο χαμό και κατέγραψαν την απογοήτευσή μου όταν κατάλαβα ότι θα αποβιβάζονταν μόνο 50 άνθρωποι από το καράβι, κι εμείς δεν ήμασταν ανάμεσα σε αυτούς. Μας γύρισαν πίσω επιτόπου και η ταλαιπωρία, ειδικά για τη μικρή, ήταν τεράστια. Δύο μέρες αργότερα βρισκόμουν ξανά στο πλοίο για την Κέρκυρα κι αυτή τη φορά κατάφερα να κατέβω στο λιμάνι. Μόνο που το μωρό είχε μείνει πίσω.

All work and no play
Το σκεπτικό μας με τον άντρα μου ήταν να τακτοποιηθούμε και να πάρουμε γρήγορα τη μικρή κοντά μας. Οι φίλοι μας στην Κέρκυρα μας φιλοξένησαν και σε δύο εβδομάδες είχαμε βρει δουλειές. Δουλειές που δεν είχαμε φανταστεί ποτέ ότι θα κάναμε. Στην Αλβανία εγώ ήμουν φιλόλογος, ο άντρας μου βοηθός ορθοπεδικού και στην Ελλάδα εγώ έγινα καθαρίστρια κι εκείνος οικοδόμος. Ήμουν αποφασισμένη όμως να τα καταφέρω και, αν και οι γονείς μου με μεγάλωσαν με κάποιες ανέσεις, με είχαν μάθει να μην υποκύπτω στις δυσκολίες της ζωής. Ονειρευόμουν μια καλή ζωή για την οικογένειά μου, κι αυτό μου έδινε δύναμη. Άρχισα να δουλεύω σε όλο και περισσότερα σπίτια, όλο και περισσότερες ώρες.
Έλειπα όλη μέρα από το σπίτι όμως, κι έτσι δεν γινόταν να πάρω το μωρό. Κι ο καιρός περνούσε. Το μόνο καλό ήταν ότι ο πατέρας μου, απόστρατος πια, είχε πιάσει δουλειά στο πλοίο που ερχόταν στην Κέρκυρα, κι έτσι μου έφερνε τη μικρή και την έβλεπα συχνά. Κι όσο σκεφτόμουν ότι το μωρό μου ήταν «απέναντι», τόσο πείσμωνα να της φτιάξω εδώ ένα σπιτικό και δούλευα πιο σκληρά. Έφτασα να κάνω τρεις δουλειές τη μέρα – ένα σπίτι το πρωί, ένα σπίτι το απόγευμα και το βράδυ έπλενα ποτήρια σε μαγαζιά. Ο άντρας μου, στο μεταξύ, εργαζόταν περιστασιακά και η σχέση μας πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.

Χωρισμένοι με παιδί
Ο τρόπος που ήθελε να διαχειρίζεται τα χρήματά μας δεν με έβρισκε σύμφωνη, και κάθε φορά που τολμούσα να διαφωνήσω, ακολουθούσαν φοβεροί καβγάδες, αφού θεωρούσε ότι αμφισβητούσα την εξουσία του. Επιπλέον, εγώ δεν μπορούσα να αποδεχτώ ότι έστελνε χρήματα στους γονείς και τα αδέλφια του ενώ δεν ήθελε να στέλνουμε χρήματα για το παιδί, με τη δικαιολογία ότι το είχαν αναλάβει οι γονείς μου.
Έτσι, πέρασε ένα μεγάλο διάστημα με καβγάδες στο σπίτι και δουλειά, πολλή δουλειά, που για μένα είχε ένα βασικό σκοπό: να φέρω τη μικρή στην Ελλάδα. Μόλις καταφέραμε να βάλουμε στην άκρη κάποια χρήματα, αρχίσαμε να στήνουμε στην Αλβανία μια μικρή φαρμακαποθήκη με τη βοήθεια φίλων μας, που τη δούλευαν από εκεί. Η δουλειά πήγε καλά, κι έτσι στα 5 της η κόρη μου ήταν πια μαζί μου. Είχα πια μια αρκετά στρωμένη ζωή να της προσφέρω.
Η ζωή με τον πατέρα της, από την άλλη, είχε γίνει αφόρητη. Οι καβγάδες είχαν γίνει βίαιοι και η στάση του όλο και πιο εγωιστική, πιο σκληρή. Η αδια-φορία για το παιδί ήταν πλήρης κι εγώ το ανεχόμουν, όπως και το ξύλο που έτρωγα, γιατί στο μυαλό μου η οικογένεια ήταν πάνω απ’ όλα, άρα έπρεπε να κάνω υπομονή. Στα 30 μου η υπομονή εξαντλήθηκε και αποφάσισα να χωρίσω. Η κόρη μου, που ήταν ουσιαστικά η οικογένεια και το βασικό μου μέλημα, με είχε ρωτήσει, πριν πάει καν σχολείο, γιατί άφηνα τον μπαμπά να είναι τόσο κακός μαζί μας.

Ο χαμένος τα παίρνει όλα
Στο διαζύγιο εκείνος μας πήρε τα πάντα. Ό,τι χρήματα είχαμε στην τράπεζα και το σπίτι που είχαμε στην Αλβανία για εμάς χάθηκαν οριστικά. Μου πήρε ακόμα και τη φαρμακαποθήκη που με τόσο κόπο είχα στήσει. Επέστρεψε στην Αλβανία, και για διατροφή ούτε κουβέντα. Ξαφνικά ήμουν και πάλι στο μηδέν, σε μια ξένη χώρα, χωρίς κανέναν δικό μου άνθρωπο να στηριχτώ. Αλλά είχα την κόρη μου. Και στην πραγματικότητα εκείνος δεν υπήρξε ποτέ στήριγμα για μένα.
Είχα αποκτήσει φίλες, που μου στάθηκαν ψυχολογικά, και είχα δουλειά – δουλειές, αφού πλέον εργαζόμουν σε φαστφούντ και είχα κρατήσει και κάποια σπίτια. Έσφιξα λοιπόν τα δόντια και συνέχισα με περισσότερο πείσμα. Ακόμα και τις δύσκολες, ασήκωτες μέρες, που η στενοχώρια με κατέβαλλε, πήγαινα στη δουλειά μου κανονικά. Δεν ήθελα να με λυπάται κανείς, δεν θα το επέτρεπα ποτέ στον εαυτό μου, και αυτή η περηφάνια μού έδινε δύναμη, ό,τι κι αν συνέβαινε στη ζωή μου.

The end is the beginning
Οι δικοί μου προσπάθησαν να με πείσουν να γυρίσω πίσω, όμως εγώ δεν μπορούσα πια να σκεφτώ τη ζωή μου και το μέλλον της κόρης μου παρά μόνο στην Ελλάδα. Με όσα χρήματα είχα καταφέρει να σώσω και παίρνοντας ένα δάνειο αγόρασα ένα σπίτι. Σ’ αυτό το σπίτι, με τον κήπο και τα λουλούδια μας, η μικρή μου αναγκαστικά πέρασε πολλές ώρες μόνη της όσο εγώ έτρεχα να πετύχω τους στόχους μας.
Από νωρίς τής είχα εξηγήσει ότι η μαμά έπρεπε να δουλέψει για να ζήσουμε, και η ωριμότητα και η κατανόηση που επέδειξε με ξαφνιάζουν ακόμα και σήμερα. Όπως είναι φυσικό, δεθήκαμε πάρα πολύ έχοντας η μία μόνο την άλλη. Ο πατέρας της μέσα σε λίγους μήνες ξαναπαντρεύτηκε στην Αλβανία και απέκτησε γρήγορα νέα οικογένεια. Δεν τον πίεσα ποτέ να δίνει χρήματα για το παιδί, του είπα απλώς να κάνει ό,τι νομίζει, κι εκείνος δεν βοήθησε ποτέ. Ακόμα κι όταν η κόρη μας αντιμετώπισε πρόβλημα υγείας κι έμεινε στο νοσοκομείο για εβδομάδες, δεν ήρθε ούτε τηλεφώνησε για να μάθει νέα. Οι φίλοι και οι εργοδότες μου έδειξαν περισσότερο ενδιαφέρον τις μέρες εκείνες, που κόντευα να χάσω το μυαλό μου από την αγωνία· αλλά αυτά είναι πολύτιμα μαθήματα ζωής, εμπειρίες που σε μαθαίνουν τελικά να επιβιώνεις.

Τελικός προορισμός
Αλλά εγώ δεν ήθελα πια απλώς να επιβιώσω, ήθελα κάτι καλύτερο. Αποφάσισα να ξαναρχίσω την επιχείρηση της φαρμακαποθήκης. Είχα δουλέψει πολύ γι’ αυτό και ήταν άδικο να αφήσω να πάει χαμένος ο κόπος.
Με τις επαφές που είχα ήδη στις ελληνικές εταιρείες, ξεκίνησα αρχικά να συνεργάζομαι με κάποια φαρμακεία στην Αλβανία. Η δουλειά άνθιζε, τόσο που τελικά άφησα τα σπίτια και το φαστφούντ.
Έφτιαξα μια νέα, αυτή τη φορά δική μου, φαρμακαποθήκη στην πατρίδα μου και σήμερα μπορώ να λέω περήφανη ότι έχω καταφέρει να πάρω τρεις αντιπροσωπείες ελληνικών εταιρειών για την Αλβανία, κάτι που για μένα είναι μεγάλη επιτυχία, κυρίως γιατί μου παρέχει μια άνετη ζωή.
Ίσως αυτή η ανάσα ασφάλειας που πήρα να με βοήθησε να δώσω μια ευκαιρία και σε άλλες, πιο προσωπικές πλευρές της ζωής. Μετά το διαζύγιό μου, μόλις πέρυσι έκανα για πρώτη φορά καινούρια σχέση, αφού προφανώς μόλις πέρυσι κατάφερα να μην είμαι πια τόσο προσκολλημένη στο στόχο μου και τόσο φοβισμένη να ρισκάρω να απογοητευτώ ξανά.
Για κάποιους μπορεί να μην ακούγεται σημαντικό. Μια καλή δουλειά και μια σχέση δεν είναι μεγάλα επιτεύγματα για όσους θεωρούν πολλά πράγματα δεδομένα, αυτονόητα.
Αλλά για μένα είναι σαν να έφτασα επιτέλους στον προορισμό για τον οποίο ξεκίνησα όταν ανέβηκα σ’ εκείνο το πλοίο, στα 24 μου.

Μισογεμάτο
Όταν νιώθεις ότι η ζωή σε έχει πριμοδοτήσει με ένα ιδιαίτερα μεγάλο μερίδιο ατυχίας και είσαι πεπεισμένη ότι τίποτα δεν πρόκειται να πάει καλά, να θυμάσαι ότι οι πιο εντυπωσιακές και αξιομνημόνευτες ιστορίες επιτυχίας είναι οι ιστορίες ανθρώπων που οι ευκαιρίες δεν τους σερβιρίστηκαν στο πιάτο. Κανείς δεν αγωνίζεται με όλες του τις δυνάμεις αν δεν είναι πραγματικά υποχρεωμένος και κανείς δεν κερδίζει αν δεν βάλει τα δυνατά του. Do the math.

Κορίτσια με στόχο
Μια πολύ βασική προϋπόθεση για να πετύχεις τους στόχους σου είναι να ξέρεις ποιοι ακριβώς είναι αυτοί. Ένας πρακτικός τρόπος να τους εντοπίσεις είναι να φτιάξεις μια λίστα με το τι είναι αυτό που θέλεις και τι πιστεύεις ότι θα σε έκανε ευτυχισμένη, ώστε να δουλέψεις προς αυτή την κατεύθυνση. Σημαντική λεπτομέρεια: Μη γενικεύεις – το «θέλω πολλά χρήματα κι έναν κούκλο που θα με λατρεύει» δεν είναι στόχος, είναι γράμμα στον Αϊ-Βασίλη.

Πηγή: Cosmopolitan

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου